Ο ήλιος είχε μόλις αÏχίσει ν’ ανοίγει την ζεστή του αγκαλιά, ανατÎλλοντας πάνω από τα Λευκά ÎŒÏη στον καταγάλανο κÏητικό ουÏανό. Στην κεντÏική πλατεία του γÏÎ±Ï†Î¹ÎºÎ¿Ï Ï‡Ï‰ÏÎ¹Î¿Ï Ï„Î·Ï‚ Παναγιάς στα βόÏεια του Î½Î¿Î¼Î¿Ï Î§Î±Î½Î¯Ï‰Î½, Îνα γνωστό σκηνικό στηνόταν. Ο Σήφης, ιδιοκτήτης του καφενείου του χωÏιοÏ, νευÏικός και αεικίνητος ετοίμαζε καφΠγια τους συγχωÏιανοÏÏ‚ του που ξεκινοÏσαν τη μÎÏα τους με τα καθιεÏωμÎνα πειÏάγματα ο Îνας στον άλλο. ΑγÏότες και κτηνοτÏόφοι στο σÏνολο τους, είχαν μπÏοστά τους ακόμα μια δÏσκολη μÎÏα σκληÏής δουλειάς και αυτÎÏ‚ οι λίγες ευχάÏιστες στιγμÎÏ‚ Îπαιζαν σημαντικό, σχεδόν θεÏαπευτικό Ïόλο, στην καθημεÏινότητα τους. Γι’ αυτό το λόγο δεν χωÏοÏσαν γκÏίνιες και κατσουφιασμÎνα Ï€Ïόσωπα ανάμεσα τους. Με μία μοναχά εξαίÏεση.
Ο Μανώλης, 83 ετών, ήταν από τους γηÏαιότεÏους του χωÏÎ¹Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ Ï„Ïγχανε το σεβασμό όλων. Είχε επιζήσει από Îναν παγκόσμιο πόλεμο, είχε δει το χωÏιό του να καίγεται από τους Îαζί και είχε θÏηνήσει 2 νεκÏοÏÏ‚ αδεÏφοÏÏ‚ στον εμφÏλιο πόλεμο. ΣκληÏός άνθÏωπος, όπως η γη που τον ανÎθÏεψε. Ο χαμός της αγαπημÎνης του συζÏγου Îξι μήνες νωÏίτεÏα ωστόσο, είχε κυÏιολεκτικά σβήσει το χαμόγελο από το ÏυτιδιασμÎνο του Ï€Ïόσωπο. Ένα άδειο, απλανÎÏ‚ βλÎμμα κυÏιαÏχοÏσε τα μάτια του και οι λÎξεις δυσκολευόντουσαν να βγουν από το στόμα του.
Καθώς όλο και πεÏισσότεÏοι ÎπαιÏναν τις θÎσεις τους στις παλιÎÏ‚ και ταλαιπωÏημÎνες ξÏλινες καÏÎκλες του Σήφη συμπληÏώνοντας το σκηνικό, μια βοή από ομιλίες και γÎλια άÏχισε να κατακλÏζει το χώÏο. Εκείνος ο γÎÏοντας όμως είχε μονοπωλήσει το ενδιαφÎÏον μου. ΠαÏατηÏώντας το καÏφωμÎνο στους απÎÏαντους ελαιώνες που απλώνονταν στον κάμπο του χωÏÎ¹Î¿Ï Î²Î»Îμμα του, πάλευα απεγνωσμÎνα να καταλάβω αν ήταν απελπισία ή απόλυτη ηÏεμία αυτό που κατÎκλυζε την ψυχή του εκείνη τη στιγμή. Όταν ξαφνικά,
“Ησυχία παιδιά μου…” ο γÎÏοντας φώναξε!
“Ανοίξτε τα μάτια σας και αντικÏίστε αυτÎÏ‚ τις κοÏκλες. Ανοίξτε Ï„’ αφτιά σας και ακοÏστε τον αÎÏα να παίζει με τα φÏλλα τους. Ανοίξτε τη μÏτη σας και καλωσοÏίστε τη μυÏωδιά της νÎας σοδειάς. ΣτÎκουν πεÏήφανες χÏόνια Ï€Ïιν από μας και θα συνεχίσουν για Ï€Î¿Î»Ï Î¼ÎµÏ„Î¬ από μας! Θα είναι μια καλή χÏονιά…”
Όλοι γÏÏισαν το βλÎμμα τους στους λουσμÎνους από το φώς του ήλιου ελαιώνες, όπως τα μικÏά παιδιά που κοιτάνε Ï„’ αστÎÏια. Ο Μανώλης συνÎχισε,
“ΚαταμεσήμεÏο Ιουλίου που και αν ακόμα δεν υπήÏχαν ελαιώνες, θα τους είχα επινοήσει…”, αναπαÏάγοντας τους πεÏίφημους στίχους του ΕλÏτη.
Σήκωσα τα μάτια μου από τον κάμπο και κοίταξα τον γÎÏοντα.
“ΞÎÏω πατÎÏα, ξÎÏω…”, κατάφεÏα να ψελλίσω καθώς Îνα Ïίγος διαπÎÏασε όλο μου το κοÏμί. ΓνώÏιζα ακÏιβώς τι ÎÏ€Ïεπε να κάνω.
ΧÏήστος ΧονδÏάκης,
ELIDIA Olive Oil
Διευθυντής παÏαγωγής